
Ώστε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε γράψει ύμνο στον Έρωτα;
Επειδή ορισμένοι έχουν παρεξηγήσει ή παρερμηνεύσει κάποια πράγματα, θα πούμε δύο λόγια για το τι πίστευαν οι Έλληνες από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα για τον Έρωτα και θα δούμε τι έγραψε ακριβώς ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους της Ευρώπης, ο κοσμαγάπητος Σκιαθίτης λογοτέχνης, ο αποκληθείς και «άγιος των γραμμάτων», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!...
Σύμφωνα με τη Διοτίμα, ο Έρωτας είναι ένας «δαίμονας», μεσολαβητής ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Γεννήθηκε από την ένωση του Πόρου και της Πενίας, μέσα στον κήπο των θεών, έπειτα από ένα μεγάλο δείπνο, στο οποίο είχαν προσκληθεί όλες οι θεότητες. Σ' αυτή του την καταγωγή οφείλει μερικά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά: στην αναζήτηση πάντοτε του αντικειμένου του ως Πενία ξέρει πάντοτε να επινοεί έναν τρόπο, για να φτάσει στο σκοπό του ως Πόρος. Χωρίς να είναι όμως καθόλου ένας παντοδύναμος θεός, ο Έρωτας είναι μια δύναμη διαρκώς ανικανοποίητη και ανήσυχη.
ΛΟΙ εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν «βουτήξει» την πένα τους στη μελάνη της ανθρώπινης ιστορίας, θα πουν ότι ο έρωτας εμφανίστηκε στη ζωή του ανθρώπου αμέσως μόλις ο άνθρωπος άρχισε να περπατά πάνω στον κουρασμένο φλοιό της γης και να γίνεται έλλογος ή έμφρων.
Ο Έρωτας, όπως λέει και η δημοφιλής Ελληνίδα ηθοποιός μας, Μαριαλένα Ανδρέου, που σήμερα κοσμεί με την αστραφτερή ομορφιά της το άρθρο μας, είναι ο θεός της αγάπης. Η προσωπικότητα του, πολυποίκιλη, άλλαξε πολύ από την αρχαϊκή περίοδο ως την αλεξανδρινή και ρωμαϊκή εποχή. Στις πιο παλιές θεογονίες ο Έρωτας θεωρείται ως ένας θεός που γεννήθηκε την ίδια εποχή με τη Γη βγαίνοντας απευθείας από το αρχικό Χάος. Έτσι στις Θεσπιές λατρευόταν με τη μορφή μιας ακατέργαστης πέτρας. Ή ακόμη ο Έρωτας γεννιέται από το αρχέγονο Αυγό, αυτό το Αυγό που γέννησε η Νύκτα και του οποίου τα δύο μισά χωρισμένα σχηματίζουν τη Γη και το κάλυμμα της, τον Ουρανό. Ο Έρωτας θα παραμείνει πάντοτε, ακόμη και στην εποχή των «αλεξανδρινών» ωραιοποιήσεων του μύθου του, μία κυρίαρχη δύναμη του Κόσμου. Αυτός διασφαλίζει όχι μόνο τη συνέχεια των ειδών, αλλά και την εσωτερική συνοχή του Κόσμου.
Το θέμα αυτό το εκμεταλλεύτηκαν συγγραφείς των Κοσμογονιών, φιλόσοφοι και ποιητές. Αντίθετη με την τάση να θεωρείται ο Έρωτας ως ένας από τους μεγάλους θεούς διατυπώνεται η θεωρία που παρουσιάζεται με τη μορφή ενός μύθου από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο, μύθο που τον βάζει στο στόμα μιας ιέρειας από τη Μαντινεία, της Διοτίμας, αυτής που μύησε, λένε, τον Σωκράτη.
Σύμφωνα με τη Διοτίμα, ο Έρωτας είναι ένας «δαίμονας», μεσολαβητής ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Γεννήθηκε από την ένωση του Πόρου και της Πενίας, μέσα στον κήπο των θεών, έπειτα από ένα μεγάλο δείπνο, στο οποίο είχαν προσκληθεί όλες οι θεότητες. Σ' αυτή του την καταγωγή οφείλει μερικά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά: στην αναζήτηση πάντοτε του αντικειμένου του ως Πενία ξέρει πάντοτε να επινοεί έναν τρόπο, για να φτάσει στο σκοπό του ως Πόρος. Χωρίς να είναι όμως καθόλου ένας παντοδύναμος θεός, ο Έρωτας είναι μια δύναμη διαρκώς ανικανοποίητη και ανήσυχη.
ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΥΘΟΙ!..
πινοήθηκαν και άλλοι μύθοι, που του έδιναν διαφορετικές γενεαλογίες· κάποτε τον θέλουν γιο της Ειλείθυιας ή της Ίριδας ή του Ερμή και της χθόνιας Άρτεμης ή, και αυτή είναι η γενικά αποδεκτή παράδοση, του Ηρακλή και της Αφροδίτης. Αλλά και στο σημείο αυτό ακόμη η εκμετάλλευση των μυθογράφων καθόρισε διακρίσεις. Όπως διακρίνουν διάφορες Αφροδίτες, έτσι διακρίνουν και περισσότερους Έρωτες· ένας Έρωτας, λένε, ήταν γιος του Ερμή και της Ουρανίας Αφροδίτης· ένας άλλος Έρωτας, που ονομάστηκε Αντέρως (Αντίθετος Έρως ή Αμοιβαίος), είχε γεννηθεί από τον Άρη και την Αφροδίτη, την κόρη του Δία και της Διώνης· ένας τρίτος Έρωτας ήταν ο γιος του Ερμή και της Άρτεμης, κόρης του Δία και της Περσεφόνης, και αυτός είναι ειδικά ο φτερωτός θεός, ο οικείος των ποιητών και των γλυπτών. Ο Κικέρωνας, που έχει συσσωρεύσει στο τέλος της πραγματείας του Περί της φύσεως των θεών (De natura deorum) αυτές τις λεπτές διακρίσεις των μυθογράφων, δεν έχει καμιά δυσκολία να δείξει τον τεχνητό χαρακτήρα όλων αυτών των μύθων που επινοήθηκαν αργότερα, για να λύσουν τις δυσκολίες ή τις αντιφάσεις που περιείχαν οι αρχικές παραδόσεις.
Λίγο λίγο κάτω από την επίδραση των ποιητών ο θεός Έρωτας πήρε την παραδοσιακή του φυσιογνωμία. Τον παρουσιάζουν σαν ένα παιδί, συχνά φτερωτό, αλλά και χωρίς φτερά, που του αρέσει να φέρνει την ταραχή στις καρδιές. Ή τις πυρπολεί με το δαυλό του ή τις πληγώνει με τα βέλη του. Οι επεμβάσεις του είναι αναρίθμητες. Επιτίθεται εναντίον του Ηρακλή, του Απόλλωνα, που τον είχε κοροϊδέψει ως τοξότη, εναντίον του ίδιου του Δία, της μητέρας του και φυσικά στους ανθρώπους.
Οι αλεξανδρινοί ποιητές αγαπούν να τον παρουσιάζουν να παίζει με καρύδια (που αντιστοιχούν με τις σημερινές μπίλιες) με τα παιδιά των θεών, ιδίως με τον Γανυμήδη ή με τον αδελφό του Αντέρωτα, και να μαλώνει μαζί τους. Φαντάζονται ακόμη παιδικές σκηνές ανάλογα με το θεϊκό χαρακτήρα του· ο Έρωτας τιμωρημένος, που τον βάζει η μητέρα του σε τιμωρία, ο Έρωτας πληγωμένος, γιατί μάζεψε τριαντάφυλλα, χωρίς να φυλαχθεί από τα αγκάθια κτλ.
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΜΠΗΪΑΣ
Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας εκλαΐκευσαν αυτόν τον τύπο (βλέπε για παράδειγμα την «Πωλήτρια των Ερώτων»). Αλλά πάντοτε -και αυτό ακριβώς είναι ένα αγαπημένο θέμα των ποιητών - κάτω από το φαινομενικά αθώο παιδί μαντεύουμε τον ισχυρό θεό, που μπορεί, ανάλογα με τη φαντασία του, να προξενήσει φριχτές πληγές. Η μητέρα του ιδίως τον μεταχειρίζεται με κάποιο σεβασμό και πάντοτε τον φοβάται λίγο.
Ένας από τους διασημότερους μύθους, στους οποίους ο Έρωτας παίζει ένα ρόλο, είναι η μυθιστορηματική περιπέτεια της Ψυχής*, που την παραδίνουν ως μύθο· οι αρχές της θεωρίας αυτής πρέπει να αναζητηθούν πιθανότατα στους «Μιλησίους» μύθους (= παραμύθια).

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.
Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε•
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται πως κλαίνε.
Να σε χαρεί κι η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
όπου ’ναι σαν αμέτρητα, ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σχολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια.
Στα χείλη σου τα ρόδινα πού τα 'βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ Έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.
Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ’ εμέ, πουλί μου,
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.
Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή τόσφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.
Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.
[ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Εννέα Δίστιχα (ΘΕΡΟΣ-ΕΡΩΣ), 1891]