Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013
Τα λόγια της αγάπης
Τα λόγια της αγάπης
αγόρασε ένας κάλπης
να τα `χει όταν θέλει να γελά
και βλέπεις μια θυσία
με πόση αναισθησία
τη βάζει κάποιος να κατρακυλά.
Αυτά που λεν τις νύχτες
τα πήραν λωποδύτες
και τα `ριξαν για πλάκα στο νερό
κι ακούς ένα πηγάδι
κρυφά ν’ αναστενάζει
και λες μιλά η γη με το Θεό.
Αυτά που λεν οι ξένοι
και οι ερωτευμένοι
δεν είναι πια σκηνές του σινεμά
θυμίζουνε μαγεία
καρδιάς αιμορραγία
μα εσύ τα βλέπεις όλα μου φτηνά.
Μάνος Ελευθερίου
(στη μουσική Ηλίας Ανδιόπουλος)
ΔΙΑΜΑΝΤΙ
Τάσος Λειβαδίτης
Τάσος Λειβαδίτης "Kαμιά φορά"
Καμιά φορά, οι μενεξέδες
ενός χαμένου παραδείσου
ευωδιάζουν μες στον ύπνο μας
κι ύστερα είμαστε άρρωστοι για μέρες˙
παιδικές αμαρτίες του μεσημεριού
που τις εξάγνιζαν οι τρόμοι της νύχτας
ή το ανομολόγητο πού έδινε κάποτε
στις χειρονομίες μας κάτι απ' το άγνωστο..
θυελλώδη συμβάντα του δειλινού μέσα στο σπίτι,
ενώ έξω απλώς βράδιαζε.
Ώσπου μια νύχτα, ένας διαβάτης
περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό;
Δεν θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία
όλων όσων ονειρεύτηκες,
τρέμει μες στο τραγούδι.
Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σαν μαγεμένος.
Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου,
το τραγούδι σβήνει.
Όλα χάνονται. Ησυχία…
Tώρα τι θα κάνεις;
Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο.
Η θλίψη... πιο δίκαιο.
Eνας άγνωστος πολύ γνωστός
Γνωριστήκαμε νύχτα σ' ένα καφενείο κάτω από συνθήκες σχεδόν μυστηριώδεις —
από τότε ερχόταν συχνά, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα έτρεξε αμέσως
«ποιος είσαι;» ρώτησα,
«είμαι ο επόμενος», μου λέει,
και θα περνούσαν χρόνια για να καταλάβω,
εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει
(αν το βρω, ίσως σωθώ — ίσως σωθεί κι η ανθρωπότητα)
ή κοίταζα τα φωταγωγημένα τραμ μέσα στα παιδικά μου βράδια
«ποιος είσαι;» τον ικέτεψα,
«θα το μάθεις, μου λέει, μα όταν θα 'ναι αργά», ανατρίχιασα —
έτσι ερήμην ζήσαμε.
Στη στροφή του δρόμου σταθήκαμε κάτω από ένα φανάρι και κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος.
Άλλα αυτό είναι μια άλλη παλιά ιστορία αιώνων.
Τάσος Λειβαδίτης
Αναρτήθηκε από Daisy στις 21:32 Ετικέτες Τάσος Λειβαδίτης
Περιπλανήσεις
Περιπλανήσεις
Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου ονειρεύτηκα πολύ έτσι ξέχασα να ζήσω. Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ' όνειρο στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχισα έναν επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και βρω μια λεπτομέρεια που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το κεφάλι πάνω στους ώμους μου. Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την ηλικία μου
Ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που μόλις έφυγε, ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε «κι όμως, μητέρα, μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο να παίζει κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν απ’ το βάθος ενός ονείρου ή μιας άλλης ζωής που πήγαινα; τι γύρευα;
Ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχισα έναν επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και βρω μια λεπτομέρεια που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το κεφάλι πάνω στους ώμους μου. Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την ηλικία μου
Ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που μόλις έφυγε, ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε «κι όμως, μητέρα, μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο να παίζει κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν απ’ το βάθος ενός ονείρου ή μιας άλλης ζωής που πήγαινα; τι γύρευα;
Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Άλλα τι σημασία έχει, αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη μαγεία ενός χαμένου δειλινού, ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα μοναχικό απόγευμα και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα, πότε τα ξαναζήσαμε… που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν, εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας ένα μικρό γιασεμί.
Τελικά μου 'μείνε αυτή η συνήθεια, να κοιτάζω άλλου, έτσι σώθηκα από πολλές καταστροφές όμως είναι πράγματα που δε θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το μάκρος των οριζόντων ή το βάθος της λύπης μας.
Κι υστέρα έρχονται εκείνες οι δύσκολες στιγμές που πρέπει ν' απαντήσεις… τι θα πεις;
Ά, Τερέζα, χάθηκες μες στον ανεμοστρόβιλο του κόσμου, αλλά το εκκρεμές θα χτυπάει πάντα στη δική σου ώρα, θυμάσαι; Κάποτε οι παράφορες μας έκαναν τους ταξιδιώτες να χάνουν το δρόμο τους
και τις δάφνες τους οι ποιητές.
Ανείπωτη στιγμή του κόσμου που δε θα τη ζήσουμε ποτέ εδώ στη
γη και τρέμει στον ουρανό με κάθε αστέρι κι οι ερωτευμένοι τα βράδια παίρνουν καθένας ένα μονοπάτι έξω απ’ το χρόνο, μα ώσπου να γυρίσουν έχει περάσει ο καιρός κι έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλον...
Κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα συνταρακτικά, μα κανείς δεν τα προσέχει… Όπως αυτά τα φτωχά χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι που τ' ανεμίζει κιόλας η λησμονιά ή όταν ανεβαίνεις στο λεωφορείο αποχαιρέτησε το παρελθόν, γιατί δε θα 'χεις άλλη ευκαιρία να επιστρέψεις. Κι ένα άστρο στην άκρη τ' ουρανού είναι πάντοτε ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Κάποτε ο μεγάλος μου αδελφός μου 'δειξε τη φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας… από τότε ο χρόνος μπήκε στην παιδική μου κάμαρα. Κι αργότερα, στο πάνω δωμάτιο, ξεψύχησε ο θείος Ηλίας κι εγώ του 'κλεισα βιαστικά τα μάτια για να μη δει πόσο μόνος έφευγε. Ώ χρυσάνθεμα των αλλοτινών καιρών, μέρες που φύγατε για πάντα αφήνοντας μιαν αόριστη ανάμνηση από τόσους πολλούς θανάτους
και λίγο μενεξεδί απ’ το δειλινό. Ώσπου σιγά σιγά, λησμόνησα. Είναι η μόνη δικαιοσύνη.
Θυμάσαι όταν ήμαστε παιδιά;
Βλέπαμε μια οπτασία να γυρίζει στο σπίτι, μια μέρα μάλιστα που κατέβηκε τη σκάλα, την ακολουθήσαμε. Όταν γυρίσαμε είχαν περάσει τα χρόνια, το σπίτι μας έπεφτε μικρό
και ξαναφύγαμε. Αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε, πήραμε μέρος σ' εξεγέρσεις κι άξαφνα ένα πρωί, όταν ξυπνήσαμε, με μια γυναίκα δίπλα μας στο κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, καταλάβαμε
πόσο λίγο είχαμε αγαπήσει τον πλησίον. Η γυναίκα κοιμόταν ακόμα… Πλησίασα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πάντα ξένος. Πού να πάω; Ένα τραίνο αντίκρυ στο σταθμό μόλις ξεκινούσε. Έβγαλα το μαντίλι μου και χαιρέτησα.
Κι έκλαψα σα ν' αποχαιρετούσα τη ζωή μου.
Βέβαια, θα έρθει κάποτε ο καιρός που όλα θα μαθευτούν, όμως εγώ δε θα πω τίποτα… ας αναλάβουν οι Γραμματείς, εγώ προτιμώ να κοιτάω με νοσταλγία το παλιό κουρείο, ίσως γιατί εκεί διαδραματίζονται γεγονότα που δε θα τα διαψεύσουν οι επερχόμενες γενιές
Έτσι, δεν εμπιστεύτηκα σε κανέναν ένα απ’ τα πιο ωραία μου όνειρα: να πεθάνω για την ανθρωπότητα, άλλωστε κι η μακροζωία μου είναι ύποπτη: συλλογιέμαι τόσο πολύ τους νεκρούς, πως να μ' αφήσουν να πεθάνω; Και μετά τον Θεό… αγαπώ τη θλίψη και λέω ευτυχώς, γιατί μόνον εγώ ξέρω τους λόγους όπως τότε, παιδί, που έζησα σε μεγάλους φωτεινούς κήπους με ροδιές κι εξαδέλφες
Κι αν ταπεινώθηκα είναι γιατί ζήλεψα τις καμπάνες: ποιος ο λόγος να υπάρχουν αν δεν τις χτυπούν.
Βγάζω το καπέλο μου και χαιρετώ, ώ χαμένη υπόθεση του κόσμου.
Άλλα τι σημασία έχει, αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη μαγεία ενός χαμένου δειλινού, ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα μοναχικό απόγευμα και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα, πότε τα ξαναζήσαμε… που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν, εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας ένα μικρό γιασεμί.
Τελικά μου 'μείνε αυτή η συνήθεια, να κοιτάζω άλλου, έτσι σώθηκα από πολλές καταστροφές όμως είναι πράγματα που δε θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το μάκρος των οριζόντων ή το βάθος της λύπης μας.
Κι υστέρα έρχονται εκείνες οι δύσκολες στιγμές που πρέπει ν' απαντήσεις… τι θα πεις;
Ά, Τερέζα, χάθηκες μες στον ανεμοστρόβιλο του κόσμου, αλλά το εκκρεμές θα χτυπάει πάντα στη δική σου ώρα, θυμάσαι; Κάποτε οι παράφορες μας έκαναν τους ταξιδιώτες να χάνουν το δρόμο τους
και τις δάφνες τους οι ποιητές.
Ανείπωτη στιγμή του κόσμου που δε θα τη ζήσουμε ποτέ εδώ στη
γη και τρέμει στον ουρανό με κάθε αστέρι κι οι ερωτευμένοι τα βράδια παίρνουν καθένας ένα μονοπάτι έξω απ’ το χρόνο, μα ώσπου να γυρίσουν έχει περάσει ο καιρός κι έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλον...
Κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα συνταρακτικά, μα κανείς δεν τα προσέχει… Όπως αυτά τα φτωχά χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι που τ' ανεμίζει κιόλας η λησμονιά ή όταν ανεβαίνεις στο λεωφορείο αποχαιρέτησε το παρελθόν, γιατί δε θα 'χεις άλλη ευκαιρία να επιστρέψεις. Κι ένα άστρο στην άκρη τ' ουρανού είναι πάντοτε ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Κάποτε ο μεγάλος μου αδελφός μου 'δειξε τη φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας… από τότε ο χρόνος μπήκε στην παιδική μου κάμαρα. Κι αργότερα, στο πάνω δωμάτιο, ξεψύχησε ο θείος Ηλίας κι εγώ του 'κλεισα βιαστικά τα μάτια για να μη δει πόσο μόνος έφευγε. Ώ χρυσάνθεμα των αλλοτινών καιρών, μέρες που φύγατε για πάντα αφήνοντας μιαν αόριστη ανάμνηση από τόσους πολλούς θανάτους
και λίγο μενεξεδί απ’ το δειλινό. Ώσπου σιγά σιγά, λησμόνησα. Είναι η μόνη δικαιοσύνη.
Θυμάσαι όταν ήμαστε παιδιά;
Βλέπαμε μια οπτασία να γυρίζει στο σπίτι, μια μέρα μάλιστα που κατέβηκε τη σκάλα, την ακολουθήσαμε. Όταν γυρίσαμε είχαν περάσει τα χρόνια, το σπίτι μας έπεφτε μικρό
και ξαναφύγαμε. Αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε, πήραμε μέρος σ' εξεγέρσεις κι άξαφνα ένα πρωί, όταν ξυπνήσαμε, με μια γυναίκα δίπλα μας στο κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, καταλάβαμε
πόσο λίγο είχαμε αγαπήσει τον πλησίον. Η γυναίκα κοιμόταν ακόμα… Πλησίασα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πάντα ξένος. Πού να πάω; Ένα τραίνο αντίκρυ στο σταθμό μόλις ξεκινούσε. Έβγαλα το μαντίλι μου και χαιρέτησα.
Κι έκλαψα σα ν' αποχαιρετούσα τη ζωή μου.
Βέβαια, θα έρθει κάποτε ο καιρός που όλα θα μαθευτούν, όμως εγώ δε θα πω τίποτα… ας αναλάβουν οι Γραμματείς, εγώ προτιμώ να κοιτάω με νοσταλγία το παλιό κουρείο, ίσως γιατί εκεί διαδραματίζονται γεγονότα που δε θα τα διαψεύσουν οι επερχόμενες γενιές
Έτσι, δεν εμπιστεύτηκα σε κανέναν ένα απ’ τα πιο ωραία μου όνειρα: να πεθάνω για την ανθρωπότητα, άλλωστε κι η μακροζωία μου είναι ύποπτη: συλλογιέμαι τόσο πολύ τους νεκρούς, πως να μ' αφήσουν να πεθάνω; Και μετά τον Θεό… αγαπώ τη θλίψη και λέω ευτυχώς, γιατί μόνον εγώ ξέρω τους λόγους όπως τότε, παιδί, που έζησα σε μεγάλους φωτεινούς κήπους με ροδιές κι εξαδέλφες
Κι αν ταπεινώθηκα είναι γιατί ζήλεψα τις καμπάνες: ποιος ο λόγος να υπάρχουν αν δεν τις χτυπούν.
Βγάζω το καπέλο μου και χαιρετώ, ώ χαμένη υπόθεση του κόσμου.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Αναρτήθηκε από Daisy Andritsou στις 20:01 Ετικέτες Τάσος Λειβαδίτης
Ξεφυλλίζοντας (και πάλι) τη σιωπή...
Ξεφυλλίζοντας (και πάλι) τη σιωπή...
Που βρίσκομαι, ρωτάς;;
Σε μια έρημο και περιφέρομαι άσκοπα.
Σε λίγο θα νυχτώσει και φοβάμαι.
Μου λείπει η σιγουριά της πάχνης στο τζάμι του δωματίου μου.
Μου λείπει το κόκκινο σάλι μου.
Οι πικροδάφνες στους μεγάλους δρόμους.
Οι μενεξέδες στα παρτέρια των πάρκων.
Μου λείπει η φλυαρία της ξεγνοιασιάς μου.
Ο ζεστός καφές παρέα με το φίλο μου.
Τα σοκολατάκια στην παλιά φοντανιέρα της μάνας μου.
Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκυ.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου).
Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ, μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δίνω εξηγήσεις.
Όμως. Απ ' όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει;
Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!
Έχω ανάγκη από τις μικρές μου εξεγέρσεις.
Τις αποδράσεις από το πλαίσιό μου.
Τις λιποταξίες από τα πράγματα που με καθόρισαν.
Έχω απόλυτη ανάγκη από το γλυκό μου ψέμα
Αλλιώς...
Αλλιώς, πως θ' άντεχα ζωή μου να σ' αγαπώ!
Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω, και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.
Μια ατέρμονη, αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία.
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω απ' τη φυγή μου.
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά. Σουρούπωσε...
Αλκυόνη Παπαδάκη
Σε λίγο θα νυχτώσει και φοβάμαι.
Μου λείπει η σιγουριά της πάχνης στο τζάμι του δωματίου μου.
Μου λείπει το κόκκινο σάλι μου.
Οι πικροδάφνες στους μεγάλους δρόμους.
Οι μενεξέδες στα παρτέρια των πάρκων.
Μου λείπει η φλυαρία της ξεγνοιασιάς μου.
Ο ζεστός καφές παρέα με το φίλο μου.
Τα σοκολατάκια στην παλιά φοντανιέρα της μάνας μου.
Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκυ.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου).
Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ, μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δίνω εξηγήσεις.
Όμως. Απ ' όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει;
Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!
Έχω ανάγκη από τις μικρές μου εξεγέρσεις.
Τις αποδράσεις από το πλαίσιό μου.
Τις λιποταξίες από τα πράγματα που με καθόρισαν.
Έχω απόλυτη ανάγκη από το γλυκό μου ψέμα
Αλλιώς...
Αλλιώς, πως θ' άντεχα ζωή μου να σ' αγαπώ!
Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω, και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.
Μια ατέρμονη, αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία.
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω απ' τη φυγή μου.
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά. Σουρούπωσε...
Αναρτήθηκε από Daisy Andritsou στις 01:50 Ετικέτες Αλκυόνη Παπαδάκη
Κ.Π.Καβάφης_Το Πιόνι
Κ.Π.Καβάφης_Το Πιόνι
Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη.
Κ.Π.Καβάφης – Το Πιόνι (1894)
Αναρτήθηκε από Daisy Andritsou στις 02:11 Ετικέτες Κ.Π.Καβάφης
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό,
που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα
κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ' ένα λυγμό...
Και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες,
και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ' αρνηθείς...
είμαστ' οι δυο μας μες στον κόσμο δυο σταγόνες,
κι εσύ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς...
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
που θέλει θάρρος και κουράγιο να γραφτεί,
μα συ τρομάζεις, δεν μπορείς την καταιγίδα
κι αφήνεις πίσω τη σελίδα αυτή λευκή...
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης
Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης
Αναρτήθηκε από Daisy Andritsou στις 23:51
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα
Τίτος Πατρίκιος
Αναρτήθηκε από Daisy Andritsou στις 00:36 Ετικέτες Τίτος Πατρίκιος
Νυχτερινό
Νυχτερινό
Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη.
Ακόμα μια νύχτα κάτω από τους ίδιους αστερισμούς
Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω τα χέρια σου·
τα μάτια σου είναι γατίσια σα μια ταράτσα φθινοπωρινού ξενοδοχείου
ο ουρανός υπόσχεται βροχή
και ξέρεις πόσο χλομιάζουν οι ώρες, τα τρένα αρχίζουν χειμερινά δρομολόγια
κι ύστερα δεν ξέρω αν θ’ ακούω για πάντα
εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή, εσένα μονάχα ή ένα γράμμα
δίχως καν σκέψη ανταπόκρισης
Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, χαμένος σε παιδικές χορωδίες
θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ...
ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ...
1.
Τι πάει να πεί δεν έχουμε
λεφτά για να σκορπούμε
το όνειρα μας κάνουμε
πάλι καλά περνούμε.
2.
Τι πάει να πεί δεν πήραμε
όσα μας είχαν τάξει
τους ψεύτες κυνηγήσαμε
και είμαστε εντάξει.
3.
Τι πάει να πεί δεν βρήκαμε
χρυσάφι και μετάξι
πάλι πανσέληνος θα βγεί
τη νύχτα μας να λάμψει.
4.
Τι πάει να πεί δεν ζήσαμε
όπως οι βολεμένοι
φτάνει που είμαστε γεροί
μαζί κι ευτυχισμένοι.
Από την συλλογή στίχων "ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ"
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ 2013...
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ 2013...
Σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε ένα αρκετά ενδιαφέρον φαινόμενο, τη μεγαλύτερη Πανσέληνο του έτους.
Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν λανθασμένα ότι αυτό συμβαίνει κάθε Αύγουστο, που φυσικά δεν είναι σωστό, αφού πρόκειται απλά για μια οπτική απάτη. Αυτό που συμβαίνει δηλαδή είναι ότι στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών ο Ηλιος βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της ετήσιας φαινόμενης τροχιάς του στον ουρανό, ενώ αντίθετα η Σελήνη βρίσκεται σχετικά πιο κοντά στον ορίζοντα. Σ' αυτή τη θέση η Πανσέληνος μπορεί να συγκριθεί με διάφορα άλλα χαρακτηριστικά που βρίσκονται εκεί όπως δέντρα, κεραίες και διάφορα κτίσματα.
Μ' αυτόν τον τρόπο ο εγκέφαλος του παρατηρητή παρασύρεται να πιστέψει ότι η Πανσέληνος είναι μεγαλύτερη, ενώ επανειλημμένες μετρήσεις έχουν αποδείξει ότι το μέγεθος της Πανσελήνου δεν διαφέρει καθόλου από ώρα σε ώρα. Υπάρχει φυσικά μετρήσιμη διαφορά του μεγέθους της Σελήνης ανάλογα με το αν βρίσκεται στο περίγειό της ή στο απόγειό της, κάτι που συμβαίνει μια φορά κάθε μήνα.
Για παράδειγμα το πλησιέστερο περίγειο της Σελήνης το 2013 είναι στις 23 Ιουνίου (357.014 χιλιόμετρα), ενώ το μεγαλύτερο απόγειο ήταν στις 10 Ιουνίου (406.485 χιλιόμετρα). Αυτό όμως δεν έχει σχέση με το πόσο μεγάλη φαίνεται όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, που οφείλεται όπως είπαμε αποκλειστικά και μόνο σε οπτική απάτη.
Η μέση απόσταση της Σελήνης από τη Γη (από κέντρο σε κέντρο) είναι 384.400 χλμ., ενώ στο περίγειό της βρίσκεται περίπου σε απόσταση 356.400 χλμ. και στο απόγειό της στα 406.700 χλμ. Υπάρχει δηλαδή μια διαφορά 50.000 χλμ. περίπου μεταξύ περιγείου και απογείου. Επόμενο είναι ότι στο περίγειο της η Σελήνη φαίνεται μεγαλύτερη απ' ότι στο απόγειο, όπως επίσης κάποιο από τα 12 περίγεια ενός έτους θα είναι το πλησιέστερο και άρα η Σελήνη θα φαίνεται ως μεγαλύτερη του έτους ιδιαίτερα μάλιστα εάν συμπέσει την ίδια ημέρα να έχουμε και Πανσέληνο, όπως συμβαίνει φέτος στις 23 Ιουνίου..
Από kmas01 @ Κυριακή, 23 Ιουνίου 2013 8:58 πμ
Το Απερίγραπτο
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχ
Το Απερίγραπτο
ες μας διαβεβαιώνει ότι όποιος θέλει να δει το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου, δεν έχει παρά ν’ ανέβει στην κορυφή του Πύργου της Νίκης στο Τσιτόρ. Ωστόσο, εγώ –και παρ’ ότι δεν είχα την ευκαιρία ως τώρα να δοκιμάσω την αξιοπιστία του συγγραφέα, θα μπορούσα να τον αντικρούσω λέγοντας, ότι το πιο όμορφο τοπίο του κόσμου θα το αντικρίσει κανείς σκαρφαλώνοντας σε μια κορυφή του κάστρου της Μονεμβασίας. Σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, στα νοτιοδυτικά, όπου τα μεσαιωνικά τείχη έχουν γκρεμιστεί από τις κανονιές πειρατών, αποκαλύπτεται το πιο άγριο και συνάμα συναρπαστικό τοπίο που έχει ποτέ ειδωθεί από ανθρώπινα μάτια.

Εκεί ακριβώς –λένε οι παλαιότεροι- εμφανιζόταν κάποτε, το πιο τρομερό και παράξενο πλάσμα που έχει ποτέ αναφερθεί στην ανθρώπινη μυθιστορία. Αναδυόταν από το πέλαγος, πάντα τις νύχτες με πανσέληνο και όποιος είχε την ατυχία να το αντικρίσει στην καλύτερη περίπτωση παρέλυε εντελώς για αρκετές ημέρες ενώ δεν ήσαν και λίγοι εκείνοι που είχαν αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο μετά από μια τέτοια συνάντηση. Κι αυτοί όμως που κατάφερναν να ξεπεράσουν το σοκ έχαναν σε μεγάλο βαθμό τα λογικά τους και κυκλοφορούσαν μισότρελοι για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουμε καμιά απολύτως αξιόπιστη περιγραφή του θηρίου. Άλλοι ισχυρίζονταν πως είχε κεφάλι τράγου και πως από την κορυφή της κεφαλής ξεπηδούσαν άγρια φίδια. Κάποιοι πάλι, ορκίζονταν ότι το τέρας ήταν ανθρωπόμορφο, αλλά από τους κροτάφους του φύτρωναν δυο τεράστια κέρατα που γυάλιζαν τρομακτικά στο σεληνόφως. Ένας μάλιστα από τους αυτόπτες, πρώην ιερέας, ορκίστηκε ότι το τέρας είχε τη μορφή του αρχαίου δαίμονα Λεβιάθαν, όπως το είχε δει μικρός σε κάποιο θρησκευτικό βιβλίο, και πως τα δόντια του ήταν τόσο μεγάλα και κοφτερά που θα μπορούσε με μια δαγκωνιά να κόψει τον βράχο στα δυο.
Επειδή καμιά από τις μαρτυρίες δεν μπορούσε να εκληφθεί ως αντικειμενική και αξιόπιστη, οι ντόπιοι χαρακτήριζαν το πλάσμα αυτό ως ‘απερίγραπτο’ υπονοώντας τόσο το ίδιο όσο και τον άφατο τρόμο που προκαλούσε η εμφάνισή του.

Με τα χρόνια το επίθετο ‘απερίγραπτο’ έφτασε να αποτελεί το πιο σύνηθες από τα παράδοξα ονόματα που χρησιμοποιούσαν για το πλάσμα. Αναφερόταν επίσης, ως ‘δρακόφιδο’, ‘σαιτάνης’ και ‘φεγγαρόφιδο’.
Ο έγκριτος λαογράφος, Γεώργιος Δράκος, στο δυσεύρετο πλέον βιβλίο του ‘Παραδόσεις και Θρύλοι της Λακωνίας’ (Αθήναι, 1888), αναφέρεται εκτεταμένα στο πλάσμα και τις σχετικές μ’ αυτό λαϊκές παραδόσεις. Ο ίδιος εικάζει ότι επρόκειτο για οφθαλμαπάτη που δημιουργούσαν οι ατμοί της θάλασσας καθώς φωτίζονταν από το φως της Σελήνης. Άποψη πάντως, που καθόλου δεν συμμερίζονταν οι κάτοικοι της περιοχής.
Μολονότι οι θρύλοι που συνοδεύουν την ύπαρξη του τέρατος χάνονται στην αχλή του χρόνου κανένας –τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε- δεν μπόρεσε να το δει τα τελευταία 60 χρόνια και ο τελευταίος που ισχυρίστηκε ότι το αντάμωσε, αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο εδώ και μια εικοσαετία περίπου.
Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι το θηρίο βρίσκεται ακόμη στα βάθη του σκοτεινού πελάγους, αλλά η ανάπτυξη του τουρισμού που μετέτρεψε το μέρος σε πολυσύχναστο ταξιδιωτικό προορισμό, προκάλεσε τη διακοπή των τακτικών αναδύσεων του, καθώς το ίδιο δε θα ήθελε, ‘ασφαλώς’, να μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν.
Αναρτήθηκε από Άρης Σείριος στις 6:45 PM 

Ετικέτες Παράξενες Ιστορίες
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)